- οὐδαμόσε
- οὐδᾰμ-όσε, Adv. of οὐδαμός,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδαμόσε — οὐδαμόσε (Α) επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδαμό σε)] … Dictionary of Greek
οὐδαμόσε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδαμόσ' — οὐδαμόσε , οὐδαμόσε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… … Dictionary of Greek
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek