οὐδαμόσε

οὐδαμόσε
οὐδᾰμ-όσε, Adv. of οὐδαμός,
A = οὐδαμοῖ, Th.5.49, Pl.Phd.108a, 109a, D.43.74.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουδαμόσε — οὐδαμόσε (Α) επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδαμό σε)] …   Dictionary of Greek

  • οὐδαμόσε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμόσ' — οὐδαμόσε , οὐδαμόσε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… …   Dictionary of Greek

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”